- φρουρητικός
- φρουρητικόςfit for watchingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρουρητικός — ή, όν, ΜΑ [φρουρῶ] κατάλληλος ή ικανός για φρούρηση … Dictionary of Greek
φρουρητικά — φρουρητικός fit for watching neut nom/voc/acc pl φρουρητικά̱ , φρουρητικός fit for watching fem nom/voc/acc dual φρουρητικά̱ , φρουρητικός fit for watching fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρητικῶν — φρουρητικός fit for watching fem gen pl φρουρητικός fit for watching masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρητικόν — φρουρητικός fit for watching masc acc sg φρουρητικός fit for watching neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρητικαῖς — φρουρητικός fit for watching fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρητικαί — φρουρητικός fit for watching fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρητικοῖς — φρουρητικός fit for watching masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρητικοί — φρουρητικός fit for watching masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρητικοῦ — φρουρητικός fit for watching masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρητικούς — φρουρητικός fit for watching masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)